τοξάριον

τοξάριον
το смычок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τοξάριον" в других словарях:

  • τοξάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξαρίοις — τοξάριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξαρίων — τοξάριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξαρίῳ — τοξάριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξάρια — τοξάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάρι — το (AM τοξάριον, Μ και δοξάριον και δοξάριν) τόξο νεοελλ. 1. ουράνιο τόξο 2. ο ουράνιος θόλος 3. το τόξο έγχορδων μουσικών οργάνων (π.χ. βιολιού) με το οποίο πάλλονται οι χορδές τους 4. όργανο παρόμοιο με δοξάρι για το ξύσιμο μαλλιού, βαμβακιού κ …   Dictionary of Greek

  • τοξάρι — το / τοξάριον, ΝΜΑ (υποκορ. τ. τού τόξο) μικρό τόξο νεοελλ. δοξάρι μσν. τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. ποδ άρι(ον)] …   Dictionary of Greek

  • τοξαρέα — ἡ, Μ τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξάριον + επίθημα έα (πρβλ. χορταρ έα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»